-ώδες (Μ λευκώδης, -ῶδες) λευκόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδηςζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκόμσν.λευκός, άσπρος.