λεϊσμανία

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων της τάξης πρωτομονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leishmania < νεολατ. leishmania < W. Β. Leishman, επώνυμο Άγγλου ιατρού].