ληΐστωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A = ληϊστήρ, Od.15.427, Nic.Th.347: in Prose λῄστωρ, Sammelb.4309.14 (iii B.C.)
II as adjective, ληΐστορι χαλκῷ AP9.649 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 39] ορος, ὁ, = ληϊστήρ, Od. 15, 426; Nic. Ther. 347 u. oft bei a. sp. D., auch adj., ληΐ. στορι χαλκῷ Maced. 31 (IX, 649).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
pillard.
Étymologie: v. ληϊστήρ.

Greek Monotonic

ληΐστωρ: -ορος, ὁ,
I. = ληϊστήρ, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως επίθ., αυτός που προέρχεται από λεία, ληστρικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ληΐστωρ: ορος adj. m разбойничий, грабительский (χαλκός Anth.).
ορος ὁ разбойник, грабитель Hom.