ληξίφωτος
English (LSJ)
ληξίφωτον, waning, Heph.Astr.2.34; ληξῐ-φωτέω, wane, Anubion ap.eund. 2.5.
Greek Monolingual
ληξίφωτος, -ον (Α)
αυτός που κοντεύει να σβήσει, ο αμυδρός στον φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. αυξίφωτος, πλησίφωτος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.