λιβανόμαντις

English (LSJ)

-εως, ὁ, also ἡ, one that divines from the smoke of frankincense, Eust. 1346.39.

German (Pape)

[Seite 42] ὁ, der aus dem Dampfe des Weihrauchs weissagt, Eust. 1346, 38.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνόμαντις: -εως, ὁ, ὡσαύτως ἡ, ὁ μαντευόμενος ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ θυμιάματος, Εὐστ. 1346. 38, ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 263.