λιγυπτερόφωνος
German (Pape)
[Seite 43] hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυπτερόφωνος: -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.
Greek Monolingual
λιγυπτερόφωνος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά.