λιγόλογος

Greek Monolingual

και ολιγόλογος, -η, -ο (Μ ὀλιγόλογος, -ον)
αυτός που λέγει λίγα, λακωνικός
νεοελλ.
αυτός που λέγεται με λίγα λόγια, βραχυλόγος, σύντομος («λιγόλογη επιστολή»).