λακωνικός
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λακωνικός, -ή, -όν, θηλ. και λακωνίς) Λάκων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» — η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους
β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)
2. (για λόγο) βρυχύλογος και περιεκτικός, σύντομος και εύστοχος («λακωνική απάντηση»)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λακωνική
η Λακωνία
νεοελλ.-μσν.
φρ. «λακωνικός κύων» — είδος κυνηγετικού σκυλιού, το λαγωνικό
αρχ.
1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λακωνικαί (ενν. εμβάδες)
είδος ανδρικού υποδήματος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λακωνικόν
α) το κράτος τών Λακεδαιμονίων
β) είδος γυναικείου διαφανούς ενδύματος
γ) ο λακωνικός τρόπος έκφρασης, η λακωνική βραχυλογία.
επίρρ...
λακωνικώς και -ά (Α λακωνικῶς)
με λίγα και εύστοχα λόγια, σύντομα και με ακρίβεια.