λιγύριον

English (LSJ)

τό, a precious stone (Dim. of λίγυρος), LXX Ex.28.19, J. BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 43] τό, = λυγκούριον.

Greek Monolingual

λιγύριον, τὸ (Α) λίγυρος
είδος πολύτιμου λίθου.