λυγκούριον

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγκούριον Medium diacritics: λυγκούριον Low diacritics: λυγκούριον Capitals: ΛΥΓΚΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: lynkoúrion Transliteration B: lynkourion Transliteration C: lygkoyrion Beta Code: lugkou/rion

English (LSJ)

v. λυγγούριον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.

Greek (Liddell-Scott)

λυγκούριον: λιγκούριον, ἢ λιγγούριον, τό, εἶδος πολυτίμου λίθου· κατά τινας εἶδος ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος (ἄλλος ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.

Greek Monolingual

λυγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.

German (Pape)

τό, auch λιγκούριον und λιγγούριον geschrieben, entweder eine rotgelbe, durchsichtige Bernsteinart, od. ein ins Rötliche spielender Hyazinth, der zu Siegelsteinen verarbeitet wurde, Theophr. und Diosc. Einige betrachten das Wort als ein Kompositum λυγκός - οὖρος, weil man den Stein für versteinerten Luchsharn gehalten habe, vgl. S.Emp. pyrrh. 1.119; Andere leiten es von den Λίγυες ab, von denen der Stein zu den Griechen gekommen sei.