λιθαστικός

English (LSJ)

λιθαστική, λιθαστικόν, by stoning, μόρος Sch.A.Th.199.

German (Pape)

[Seite 44] ὁ, steinigend, Schol. Aesch. Spt. 182, Erkl. von λευστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοβολίαν, ὁ λιθοβολῶν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 182, πρός ἑρμην. τῆς λ. λευστήρ.

Greek Monolingual

λιθαστικός, -ή, -όν (Α) λιθάζω
αυτός που γίνεται με λιθοβολία.