λευστήρ

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευστήρ Medium diacritics: λευστήρ Low diacritics: λευστήρ Capitals: ΛΕΥΣΤΗΡ
Transliteration A: leustḗr Transliteration B: leustēr Transliteration C: lefstir Beta Code: leusth/r

English (LSJ)

λευστῆρος, ὁ, (λεύω)
A one who stones, E.Tr.1039; τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα their oppressor, Ael.NA5.15; so perhaps in Hdt.5.67, where the oracle tells Cleisthenes Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα (or perhaps a mere stone-thrower, i.e. ψιλός: Suid., quoting Ael.Fr.115, makes it Pass., = ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος).
II as adjective, λ. μόρος death by stoning, A.Th.199; λευστῆρα πρῶτον… ῥίψας πέτρον Lyc.1187, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 36] ῆρος, ὁ, der Steiniger; βαῖνε λευστήρων πέλας Eur. Tr. 1039; Her. 5, 67; adj., λευστὴρ μόρος, der Steinigungstod, Aesch. Spt. 181; auch πέτρον λευστῆρα ῥίψας Lycophr. 1187. Bei Her. 5, 67 im Orak. erkl. man auch = der wert ist, gesteinigt zu werden, vgl. Ael. H. A. 5, 15; richtiger ein Peiniger, Tyrann; anders erkl. Müller Dorier I, 8, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 qui lapide;
2 qui consiste dans la lapidation : λευστὴρ μόρος ESCHL la mort par lapidation;
3 digne d'être lapidé.
Étymologie: λεύω.

Russian (Dvoretsky)

λευστήρ: ῆρος adj. состоящий в побиении камнями (μόρος Aesch.).
ῆρος ὁ
1 побивающий камнями Eur.;
2 мучитель, убийца Her.

Greek (Liddell-Scott)

λευστήρ: ῆρος, ὁ, (λεύω) ὁ λιθοβολῶν, ὁ λίθοις ἀναιρῶν, φονεύς, Εὐρ. Τρῳ. 1039· τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα, τὸν καταδυναστεύοντα αὐτούς, ὡς παρὰ Κικέρωνι lapidator, Αἰλ. π. Ζ. 5. 15· - καὶ οὕτως ὁ Ἡσύχ. ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 5. 67, ἔνθα τὸ μαντεῖον ἀποκρίνεται εἰς τὸν Κλεισθένη Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα· (ἐνῷ ὁ Σουΐδας θεωρεῖ αὐτὸ παθ., ἄξιος καταλευσθῆναι, λιθοβοληθῆναι, ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 199· λ. πέτρας Λυκόφρ. 1187.

Greek Monolingual

λευστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ο άξιος λιθοβολισμού
2. τύραννος, δυνάστης
3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ- (πρβλ. λεύσω, μέλλ. του λεύω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνηστήρ, ορχηστήρ)].

Greek Monotonic

λευστήρ: -ῆρος, ὁ (λεύω
I. αυτός που λιθοβολεί, φονιάς, σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., λευστήρ, πιθ. κάποιος που αξίζει να λιθοβοληθεί.
II. ως επίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λευστήρ, ῆρος, λεύω
I. one who stones, a stoner, Eur.: —in Orac. ap. Hdt., λευστήρ is prob. one deserving to be stoned.
II. as adj., λευστὴρ μόρος death by stoning, Aesch.