λιθοκονία
Greek Monolingual
η
μίγμα τσιμέντου, άμμου και σκύρων το οποίο χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία, το σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + κονία (< κόνις). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
η
μίγμα τσιμέντου, άμμου και σκύρων το οποίο χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία, το σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + κονία (< κόνις). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].