λιθοτράχηλος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, stony-, i.e. stiff-necked, Jul.Gal.213b.

German (Pape)

[Seite 46] mit steinernem Halse, übertr. halsstarrig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοτράχηλος: [ᾰ], -ον, ἔχων τράχηλον λίθινον, δηλ. δύσκαμπτον, Κύριλλ.

Greek Monolingual

λιθοτράχηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σκληρό και δύσκαμπτο τράχηλο
2. μτφ. σκληροτράχηλος.