σκληροτράχηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, stiff-necked, LXX Ex.33.3, al., Aesop.318, Act.Ap.7.51; cf. σκληραύχην:—hence σκληροτραχηλέω, Hsch. s.v. Τελχιτένοντες, Phot.s.v. Τελχιταίνει, EM751.36.
German (Pape)
[Seite 901] hartnäckig, halsstarrig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le cou dur ; fig. entêté;
NT: rebelle ; qui a du mal à comprendre ; opiniâtre.
Étymologie: σκληρός, τράχηλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκληροτράχηλος -ον [σκληρός, τράχηλος] halsstarrig, koppig, hardnekkig.
Russian (Dvoretsky)
σκληροτράχηλος: жестоковыйный, строптивый, упрямый NT.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον σκληρόν, δύσκαμπτον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 3, κ. ἀλλ.), Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 51· πρβλ. σκληραύχην· ― σκληροτραχηλία, ἡ, Ἐκκλ.
English (Strong)
from σκληρός and τράχηλος; hardnaped, i.e. (figuratively) obstinate: stiffnecked.
English (Thayer)
σκληροτράχηλόν (σκληρός and τράχηλος), properly, stiff-necked; tropically, stubborn, headstrong, obstinate: Sept. for עֹרֶף קְשֵׁה, σκληροτραχηλια, Test xii. Patr., test. Sym. § 6). Not found in secular authors; (cf. Winer's Grammar, 26,99 (94)).
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληροτράχηλος, -ον, ΝΜΑ
1. ισχυρογνώμονας, πείσμονας, ξεροκέφαλος
νεοελλ.
μτφ. α) άκαμπτος, ανυποχώρητος («σκληροτράχηλος αντίπαλος»)
β) ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + τράχηλος.
Greek Monotonic
σκληροτράχηλος: ον, σκληροτράχηλος, ανυπάκουος, απείθαρχος, σκληραγωγημένος, σκληρός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:sklhrotr£chloj 士克累羅-特拉黑羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:硬-頸的
字義溯源:豎琴頸,硬著頸項;由(σκληρός)=乾的)與(τράχηλος)*=喉,頸)組成,其中 (σκληρός)出自(σκέλος)=腿),而 (σκέλος)出自(σκάφη)X*=使乾透,烘)。參讀 (σκληροκαρδία)註
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 硬著頸項(1) 徒7:51