λιθόβολος

English (LSJ)

ον, Pass., struck with stones, stoned, E. Ph. 1063 (lyr.).

Greek Monolingual

λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῖται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

German (Pape)

mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getöteten Drachen.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).

Middle Liddell

λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.