τό, v.l. for λιμνήσιον, Dsc.3.7.
[Seite 48] τό, ein Kraut, Diosc.
λιμναῖον: τό, ἢ λιμνήσιον, = κενταύριον τὸ μικρόν, πόα ἔχουσα πολλὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ ὀρίγανον, δηλ. τὴν «ῥίγανην», Διοσκ. 3. 9.