λιμνοειδής
English (LSJ)
λιμνοειδές, = λιμνώδης. Adv. λιμνοειδῶς Eust.ad D.P.48.
German (Pape)
[Seite 48] ές, sumpfähnlich, Eust. zu D. Per. 48.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοειδής: -ές, = λιμνώδης· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.
Greek Monolingual
-ές (Μ λιμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λίμνη, που έχει σχήμα και μορφή λίμνης.
επίρρ...
λιμνοειδῶς (Μ)
με σχήμα λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ειδής (< εἶδος)].