λινοῦς
English (LSJ)
ῆ, οῦν, contr. for λίνεος.
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
v. λίνεος.
German (Pape)
ῆ, οῦν, zusammengezogen aus λίνεος.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοῦς: стяж. = λίνεος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λίνεος.
Greek Monolingual
-ή, -oύv (AM λινοῦς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνον
κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη
μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
Greek Monotonic
λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί λίνεος.
English (Woodhouse)
(see also: λίνεος) made of flax