λιποπτόλεμος

English (LSJ)

λιποπτόλεμον, leaving the war, Nonn. D. 35.389.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποπτόλεμος: -ον, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν πόλεμον, Νόνν. Δ. 35.389.

Greek Monolingual

λιποπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον πόλεμο, τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πτόλεμος (επικ. τ. του πόλεμος)].

German (Pape)

der den Krieg verlassen, aufgegeben hat, Nonn. D. 35.389.