λιπουργός

English (LSJ)

λιπουργόν, badly healed, Heras ap.Gal.13.815:—hence λιπουργία, ἡ, Asclep.ib.525, Heras ib.546.

Greek Monolingual

λιπουργός, -όν (Α)
αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, κακώς θεραπευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. λιπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθουργός, θεουργός].