λιπότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, fatness, Cat.Cod.Astr.7.225.4.

Russian (Dvoretsky)

λῐπότης: ητος ἡ тучность Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπότης: -ητος, ἡ, παχύτης, πάχος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 13.

Greek Monolingual

λιπότης, -ητος, ἡ (Α) λίπος
πάχος, παχύτητα.