λιπόψυχος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που χάνει εύκολα το θάρρος του, λιγόψυχος, δειλός, άτολμος
2. λιπόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιπόψυχος είναι νεώτερος και σχηματίστηκε προφανώς με επίδραση τών αρχ. λιποψυχῶ, λιποψυχία.