-η, -ο1. αυτός που χάνει εύκολα το θάρρος του, λιγόψυχος, δειλός, άτολμος2. λιπόθυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιπόψυχος είναι νεώτερος και σχηματίστηκε προφανώς με επίδραση τών αρχ. λιποψυχῶ, λιποψυχία.