λισπόπυξ

English (LSJ)

v. λισπόπυγος.

Greek Monolingual

λισπόπυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
λισπόπυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. του πυγή.

German (Pape)

ϋγος, mit glattem, abgeriebenem Hintern, Schol. Ar. Eq. 1365.