λίσπος
English (LSJ)
η, ον,
A smooth, polished, λίσπη γλῶσσα Ar.Ra.826 codd.; cf. λίσφος.
2 = λισπόπυγος, Poll.2.184; from λίσπος, = θηρίδιον λεπτὸν σφόδρα, acc. to Callistr. ap. Sch.Ar.Ra.848.
II Subst. λίσπαι, αἱ, dice cut in two by friends (ξένοι), each of whom kept half as a tally, Pl.Smp.193a:—so λίσποι, οἱ, Suid.
German (Pape)
[Seite 53] att. λίσφος, glatt, abgerieben, nur übertr., στοματουργὸς ἐπῶν βασανίστρια, λίσπη γλῶσσα, Ar. Ran. 824, wo der Schol. ἐκτετριμμένη καὶ λεία erklärt, die glatte, gewandte, abgefeimte Zunge; nach Callistratus bei dem Schol. Ar. a. a. O. θηρίδιον λεπτὸν σφόδρα, weshalb auch magere Leute, οἱ τὰ ἰσχία λεπτοί, λίσποι genannt wurden. – Bes. ἀστράγαλοι, abgenutzte, in der Mitte abgeriebene Würfel, nach dem Schol. a. a. O., später στρυφνοί genannt, u. als solche bezeichnet, die beim Spielen schwer umfallen. Bei Plat. Conv. 193 a sind αἱ λίσπαι in der Mitte durchgeschnittene Würfel, welche zwei Gastfreunde sich teilen, damit sie u. ihre Kinder sich durch das Zusammenhalten der beiderseitigen Hälften von der Aechtheit der früher geschlossenen Gastfreundschaft überzeugen konnten, wie Suid. erkl. οἱ μέσον διαπεπρισμένοι ἀστράγαλοι. Vgl. Schol. Eur. Med. 610 u. Piers. zu Moeris p. 245.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
usé par le frottement ; affilé, aiguisé.
Étymologie: R. Λι, lisser, polir, cf. λεῖος.
Russian (Dvoretsky)
λίσπος: досл. гладкий, перен. отточенный, бойкий (γλῶσσα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λίσπος: -η, -ον, (λίς, ἡ)· ― λεῖος, ἐστιλβωμένος, λίσπη γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826· ― ὡσαύτως, σμικρός, ἀσήμαντος, Σχολ. ἐν τόπῳ πρβλ. λίσφος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λίσπαι, αἱ, κύβοι κοπτόμενοι εἰς δύο ὑπὸ φίλων (ξένων), ὧν ἑκάτερος φυλάττει τὸ ἥμισυ εἰς ἀνάμνησιν (σύμβολα, tesserae hospitalitatis), ὥστε ἡ πραγματικότης τοῦ δεσμοῦ τῆς φιλίας ἠδύνατο νὰ ἀποδειχθῇ διὰ τῆς παρουσιάσεως αὐτῶν, Πλάτ. Συμπ. 193Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 610· ― οὕτω λίσποι, οἱ, Σουΐδ.
Greek Monolingual
λίσπος και λίσφος -η, -ον (Α)
1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος
2. μικρός, ασήμαντος
3. λισπόπυγος
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι)
τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από δύο φίλους ως απόδειξη γνησιότητας της φιλίας τους
5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λίσφοι
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. λισσός (πρβλ. λίς ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πειστική, συνδέεται με λατ. [i]līma «ρίνη, λίμα» (< slĭc-smā) και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sleiq- ή sleiqw, από όπου θα ερμηνευόταν και το δασύ σύμφωνο του αττ. τ. λίσφος (< IE sliq-sqwho-s)].
Greek Monotonic
λίσπος: -η, -ον (λίς, ἡ)·
I. λείος, γυαλισμένος, σε Αριστοφ.
II. ως ουσ., λίσπαι, αἱ, κύβοι κομμένοι στα δύο από φίλους (ξένοι), κάθε ένας από τους οποίους κρατάει το μισό σαν ανάμνηση (σύμβολα), σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: prob. smooth, polished, flat (Ar. Ra. 826, γλῶσσα); αἱ λίσπαι as word for half of a dice, used by two friends as a tally (Pl. Smp. 193 a), also οἱ λίσποι (Suid.); aspirated form λίσφος (acc. to Moer. and Tz. Attic), λίσφοι = τὰ ἰσχία (EM 567, 20).
Other forms: Cf. λίσφος = ἄπυγος; also λέσφος (EM 567, 21).
Compounds: Compp. λισπό-πυγος (-πυξ) with smooth (flat) buttocks (Phryn., Poll., sch.), ὑπό-λισπος (-φος) below or a little smooth, polished, flat, especially of the buttocks and hips (Ar. Eq. 1368, Philostr., Poll.).
Derivatives: Denomin. λισφώσασθαι ἐλαττώσασθαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular word, recalling λισσός (hardly from this through cross with a diff. word); cf. WP. 2, 390, W.-Hofmann s. līma. An IE *slik-skʷ(h)o-s (Bq) is improbable. Fur. cites λίσφος, λέσφος, typical of a Pre-Greek word.
Middle Liddell
λίσπος, η, ον [λίς]
I. smooth, polished, Ar.
II. as substantive λίσπαι, ῶν, αἱ, dice cut in two by friends (ξένοἰ, each of whom kept half as tallies (σύμβολἀ, Plat.
Frisk Etymology German
λίσπος: {líspos}
Meaning: etwa glatt, abgerieben, abgenutzt, flach (Ar. Ra. 826, γλῶσσα); αἱ λίσπαι als Ben. der Würfel(hälfte), die von zwei Gastfreunden als Erkennungszeichen aufbewahrt wurden (Pl. Smp. 193 a), auch οἱ λίσποι (Suid.); aspirierte Form λίσφος (nach Moer. und Tz. attisch), λίσφοι = τὰ ἰσχία (EM 567, 20).
Composita: Kompp. λισπόπυγος (-πυξ) ‘mit glatten (flachen) Hinterbacken’ (Phryn., Poll., Sch.), ὑπόλισπος (-φος) ‘unten od. ein wenig glatt, abgenutzt, flach’, bes. von den Hinterbacken und Hüften (Ar. Eq. 1368, Philostr., Poll. u. a.).
Derivative: Denominativum λισφώσασθαι· ἐλαττώσασθαι H.
Etymology: Volkstümliches Wort, der Form und dem Sinn nach an λισσός erinnernd und wahrscheinlich daraus durch Kreuzung mit einem anderen Wort entstanden; vgl. WP. 2, 390, W.-Hofmann s. līma. Eine idg. Grundform *sliq-sqʷ(h)o-s (Bq) ist nicht glaubhaft.
Page 2,129