λιτήσιος

Greek (Liddell-Scott)

λιτήσιος: -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.

Greek Monolingual

λιτήσιος, -ον (Α) λιτή
αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.

German (Pape)

ον, bittend, flehend, αὐχήν, Nonn.