λιχνοτένθου, ὁ, greedy, glutton, Poll.6.122.
ὁ, Vielfraß, Leckermaul, Poll. 6.122.
λιχνοτένθης: -ου, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, «λιχούδης», Πολυδ. ϛ΄, 122.
λιχνοτένθης, ὁ (Α)λαίμαργος, λειχούδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίχνος + τένθης «λειχούδης»].