παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
και λιχούδης -α -ικο, θηλ. και λ(ε)ιχούδισσααυτός που ορέγεται πολύ, που επιθυμεί πολύ τα φαγητά, ιδίως τα εκλεκτά, αδηφάγος, γαστρίμαργος, λαίμαργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω + κατάλ. -ούδης].