λειχούδης

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

και λιχούδης -α -ικο, θηλ. και λ(ε)ιχούδισσα
αυτός που ορέγεται πολύ, που επιθυμεί πολύ τα φαγητά, ιδίως τα εκλεκτά, αδηφάγος, γαστρίμαργος, λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω + κατάλ. -ούδης].