λοίμιος

English (LSJ)

λοίμιον, = λοιμικός (pestilential, about pestilence, destructive), epithet of Apollo at Lindos, Macr. Sat. 1.17.15.

Greek (Liddell-Scott)

λοίμιος: -ον, τῷ προηγ., ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Μακρόβ. 1. 17, 15.

Greek Monolingual

λοίμιος, -ον (Α) λοιμός
επίθετο του Απόλλωνος στη Λίνδο.

German (Pape)

ὁ, der Pest Verursachende, Beiwort des Apollo, Macrob. Saturn. 1.17.