λογογραφέω
English (LSJ)
A to be a λογογράφος ΙΙ, write speeches, τισι for people, Plu.Comp.Dem.Cic.3; ἐπί τινα Id.Dem.6.
II make into a story (μυθάρια) Jul.Or.7.208c.
III keep accounts, ψευδῶς λ., Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A. D.).
French (Bailly abrégé)
λογογραφῶ :
écrire des discours pour autrui.
Étymologie: λογογράφος.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
λογογρᾰφέω: составлять речи (для других, за плату), быть сочинителем чужих речей Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λογογρᾰφέω: εἶμαι λογογράφος· - γράφω λόγους, τινι, διά τινα ἄλλον, Πλουτ. Δημ. 6, Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 3.
Greek Monotonic
λογογρᾰφέω: μέλ. -ήσω, γράφω λόγους, σε Πλούτ.
Middle Liddell
λογογρᾰφέω, fut. -ήσω
to write speeches, Plut.