λογχοποιία
Greek (Liddell-Scott)
λογχοποιία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λογχῶν, Ἀν. Ὀξ. 4. 255.
Greek Monolingual
λογχοποιΐα, ἡ (Α) λογχοποιός
η κατασκευή λογχών.
λογχοποιία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λογχῶν, Ἀν. Ὀξ. 4. 255.
λογχοποιΐα, ἡ (Α) λογχοποιός
η κατασκευή λογχών.