λογχοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, spear-maker, E.Ba.1208.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait des lances.
Étymologie: λόγχη, ποιέω.
German (Pape)
der Lanzen macht, Eur. Bacch. 1205.
Russian (Dvoretsky)
λογχοποιός: ὁ изготовляющий копья, оружейник Eur.
Greek (Liddell-Scott)
λογχοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων λόγχας, Εὐρ. Βάκχ. 1208.
Greek Monolingual
λογχοποιός, ὁ (Α)
τεχνίτης που κατασκευάζει λόγχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ποιός (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
λογχοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει λόγχες, σε Ευρ.
Middle Liddell
λογχο-ποιός, όν ποιέω
making spears, Eur.