λοετροχόος
English (LSJ)
v. λουτροχόος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. λουτροχόος.
Greek Monolingual
λοετροχόος, -ον (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτροχόος.
German (Pape)
ep. = λουτροχόος.
v. λουτροχόος.
épq. c. λουτροχόος.
λοετροχόος, -ον (Α)
(επικ.τ.) βλ. λουτροχόος.
ep. = λουτροχόος.