λουτροχόος
κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
English (LSJ)
λουτροχόον, in Hom. always λοετροχόος, Dor. λωτροχόος Call.Lav.Pall.1,15:—pouring water into the bath: Subst., the slave who did this, Od.20.297, X.Cyr.8.8.20; λ. τρίπους a three-legged cauldron, in which water was warmed for bathing, Il.18.346, Od.8.435.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui verse l'eau du bain, qui prépare le bain;
2 λουτροχόος τρίπους IL, OD trépied qui sert à préparer l'eau du bain.
Étymologie: λουτρόν, χέω.
German (Pape)
ep. λοετροχόος, Wasser zum Waschen od. Baden aus-, ergießend; τρίπους, der dreifüßige Kessel, in welchem das Badewasser warm gemacht wurde, Il. 18.346, Od. 8.433; der Sklave, der das Badewasser in die Badewanne eingoß, das Bad bereitete, 20.297; Xen. Cyr. 8.8.20; Ath. XII.518c; Man. 6.422. In dor. Form λωτροχόος, Callim. lav.Pall. 1.15, 134.
Russian (Dvoretsky)
λουτροχόος:
I эп. λοετροχόος 2 служащий для нагревания воды для мытья (τρίπους Hom.).
II ὁ раб-банщик Hom., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
λουτροχόος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε λοετρ-, Δωρ. λωτρ-, Καλλ εἰς Λουτρ. Παλλ. 1, 15· (χέω)· - ὁ ἐγχέων ὕδωρ εἰς τὸν λουτῆρα, ὁ δοῦλος ὁ ἔχων τοῦτο τὸ ἔργον, Ὀδ. Υ. 297, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· λ. τρίπους, λέβης ἔχων τρεῖς πόδας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο τὸ πρὸς λοῦσιν ὕδωρ, Ἰλ. Σ. 346, Ὀδ. Θ. 435.
Greek Monolingual
λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, -ον (Α)
1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος
δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.)
3. φρ. «λοετροχόος τρίπους» — τρίποδος λέβητας στον οποίο θερμαινόταν νερό για πλύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινοχόος.
Greek Monotonic
λουτροχόος: -ον, Επικ. λοετρόχοος (χέω), αυτός που ρίχνει νερό στην μπανιέρα, ο δούλος που είναι επιφορτισμένος με αυτό το έργο, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· λουτροχόος τρίπους, λέβητας με τρία πόδια, στον οποίο θερμαινόταν το νερό για το μπάνιο, σε Όμηρ.
Middle Liddell
λουτρο-χόος, ον [χέω]
pouring water into the bath, the slave who did this, Od., Xen.; λ. τρίπους a three-legged kettle, in which water was warmed for bathing, Hom.