λομβρός

English (LSJ)

όν, in Comp. λομβρότερον, name of an in decent dance, Poll. 4.105.

Greek Monolingual

λομβρός, -όν (Α)
(το ουδ. στον συγκριτ.) λομβρότερον
(για μια άσεμνη όρχηση) απρεπέστερα, αισχρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται με τα λόμβαι, λομβός και πιθ. με το ανθρωπωνύμιο Λόμβαξ].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: indecent dance (Poll, 4, 105)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compares λομβούς τοὺς ἀπεσκολυμμένους H. Bechtel Spitznamen 61 gives PN Λόμβαξ. Etym. unknown.