λοξοεργῶ, -έω (Μ)εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -εργῶ (< -εργός < ἔργον), πρβλ. λινεργώ, συνεργώ].