λοφείον

Greek Monolingual

λοφεῖον, τὸ (Α)
1. θήκη για εναπόθεση λοφίου
2. κάθε θήκη («τὴν σελήνην... καθείρξαιμ' ἐς λοφεῖον στρογγύλον, ὣσπερ κάτοπτρον», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -εῖον].