εναπόθεση

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐναπόθεσις)
η απόθεση σ' έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση
νεοελλ.
οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια του ατμολέβητα.