εναπόθεση
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
η (Α ἐναπόθεσις)
η απόθεση σ' έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση
νεοελλ.
οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια του ατμολέβητα.