λοφῶ, -άω (Α)1. (για τον κορυδαλλό) έχω λοφίο2. μτφ. υποφέρω3. (κατά τον Ησύχ.) «λοφᾷλόφου ἐπιθυμεῖ».[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + κατάλ. -άω, -ῶ, με πιθανή επίδραση του κομῶ].