λυγηρός

Greek (Liddell-Scott)

λῠγηρός: -ά, -όν, (λύγος) εὔκαμπτος, εὐλύγιστος, Ἀρχ. Μαθ. 46.

Greek Monolingual

-ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν)
βλ. λυγερός.

German (Pape)

biegsam, καὶ εὐκαμπής, Mathem. vett.