(I)ο (Α λύγξ, -γκός, και -γγός, ο, η)βλ. λύγκας. (II)ο (Α λύγξ, -γγός, η, και, σπαν., ο)λόξυγγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγγ- του λύζω. (Για τη σχέση μεταξύ λύζω και λύγξ βλ. λύζω)].