λόξυγγας

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. απότομος σπασμός ή διαδοχικοί σπασμοί του διαγράγματος, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο που τους παρουσιάζει έναν χαρακτηριστικό εισπνευστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόξυγγας, με ανομοιωτική σίγηση του αρκτικού κ- < κλώξος
«κακάρισμα» + λύγξ.