λυδικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυδικός, -ή, -όν) Λυδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή στους Λυδούς.
επίρρ...
λυδικῶς (Μ)
λυδιστί, κατά τον τρόπο τών Λυδών.