Λυδός

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λῡδός Medium diacritics: Λυδός Low diacritics: Λυδός Capitals: ΛΥΔΟΣ
Transliteration A: Lydós Transliteration B: Lydos Transliteration C: Lydos Beta Code: *ludo/s

English (LSJ)

ὁ,
A a Lydian, Alc.Supp.22.1, Sapph.Supp.5.19, Pi.O.1.24, Hdt.1.10, etc.: also as adjective for Λύδιος, Λύδαισιν ἐμπρέπεται γυναίκεσσιν Sapph.Supp.25.6; Λυδὴ κερκίς, Λ. πηκτίς, S.Fr.45, 412.
II = λυδίων, App.Pun.66.
III f.l. for αὐλός, D.H.1.33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Lydie, Lydien.

Russian (Dvoretsky)

Λῡδός: Soph. = Λύδιος.
Λῡδός: IIжитель или уроженец Лидии, лидиец Pind., Her., Xen.
Λῡδός:IIIЛид (сын Атиса, миф. родоначальник лидян) Her.

Greek (Liddell-Scott)

Λῡδός: -οῦ, ὁ, κάτοικος τῆς Λυδίας, Πινδ. Ο. 1. 37, Ἡρόδ., κτλ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ. ἀντὶ τοῦ Λύδιος, Λυδὴ κερκίς, Λ. πηκτὶς Σοφ. Ἀποσπ. 48, 361. ΙΙ. = λυδίων, Ἀππ. Καρχηδ. 66.

English (Slater)

Λῡδός
1 Lydian ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ P. was son of Tantalos, king of Lydia (O. 1.24) Λυδὸς ἥρως Πέλοψ (O. 9.9) Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (Pauw: Λυδίῳ codd: i. e. the Lydian musical style) (O. 14.17) pro subs., ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (Schneider: Λύδιον codd.: sc. Τέρπανδρος) fr. 125. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α Λυδός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή προέρχεται από τη Λυδία («ἄχνην λυδῆς κερκίδος», Σοφ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λυδός, η Λυδή
ο, η κάτοικος της αρχαίας Λυδίας («παρὰ γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι, σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοισι βαρβάροισι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λυδός
ο λυδίων («καὶ χορὸς κιθαριστῶν τε καὶ τιτυριστῶν... λυδοὺς δὲ αὐτοὺς καλοῦσι», Αππ.)
2. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Λυδαί
επίκληση τών Βακχών, οι οποίες κατά τον Ευριπίδη προέρχονταν από την περιοχή του όρους Τμώλου της Λυδίας.

Greek Monotonic

Λῡδός: -οῦ, ὁ, κάτοικος της Λυδίας, σε Πίνδ., Ηρόδ., κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: Lydian (Alc.)
Derivatives: Λύδιος of Lydia, Lydian (Pi.), Λυδία (Hdt.), Λυδικός (Hdt.), Λυδίζω speak Lydian (Hippon.), Λυδιστί in Lydian (Cratin.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Luw.
Etymology: The name derives from Luwiy-a- Luwian. The Lydians came from the north, orig. called Μῄονες, and then coming southward, occupied Luwian territory and thereby took (got) the name of the older inhabitants; in Lydian -y- > -d- while the -i- was syncopated; then *Luwd- gave Lud- (with long u). The change of name is mentioned by Herodotus (1,7; 7, 74); it is not found in Homer. The later Lydian territory had a Luwian substratum. Beekes, Kadmos 42 (2004)47ff. Beekes thinks that the Lydians were driven south on the arrival of the Phrygians, around 1200; BiOr. LIX (2002) 205-242 (441f.).

Middle Liddell

Λῡδός, οῦ,
a Lydian, Pind., Hdt., etc.