λυκοπάνθηρος

English (LSJ)

ὁ, wolf-panther, synon. of θώς in Hdn. Epim.60, cf. Eust.856.51.

Greek Monolingual

λυκοπάνθηρος, ὁ (ΑM)
ζώο που πιστευόταν ότι προέρχεται από διασταύρωση λύκου και πάνθηρα.