λυκοφαγωμένος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ λυκοφαγωμένος, -η, -ον)
αυτός που κατασπαράχθηκε από λύκους
μσν.
1. αυτός για τον οποίο εκφράζεται η κατάρα να κατασπαραχθεί από λύκους
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λυκοφαγωμένος
ο διάβολος.
-η, -ο (Μ λυκοφαγωμένος, -η, -ον)
αυτός που κατασπαράχθηκε από λύκους
μσν.
1. αυτός για τον οποίο εκφράζεται η κατάρα να κατασπαραχθεί από λύκους
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λυκοφαγωμένος
ο διάβολος.