λυκόποδες

Greek Monolingual

λυκόποδες, οἱ (Α)
1. αυτοί που είχαν γυμνά πόδια ή αυτοί που φορούσαν λευκά υποδήματα
2. ως κύριο όν. οἱ Λυκόποδες
οι σωματοφύλακες τών τυράννων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πούς, ποδός].