λυκόπουλο

Greek Monolingual

το
1. νεογνό λύκου, λυκιδεύς
2. μτφ. παιδί μικρής ηλικίας που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα τών προσκόπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -πουλο (< -πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»)].