λυκόστομα

Greek Monolingual

το
ιατρ. συγγενής ύπαρξη σχισμής στην υπερώα, η οποία οφείλεται σε καθυστέρηση της συνένωσης τών δύο εμβρυϊκών υπερώιων αποφύσεων της άνω γνάθου κατά την 8η ώς τη 10η εμβρυϊκή εβδομάδα.