εβδομάδα

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

και βδομάδα, η (AM ἑβδομάς)
1. χρονική περίοδος επτά ημερών
αρχ.
1. ο αριθμός επτά
2. σύνολο από επτά μέρη
3. γιορτή την τελευταία ημέρα της εβδομάδας.