εβδομάδα

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

και βδομάδα, η (AM ἑβδομάς)
1. χρονική περίοδος επτά ημερών
αρχ.
1. ο αριθμός επτά
2. σύνολο από επτά μέρη
3. γιορτή την τελευταία ημέρα της εβδομάδας.